- ρεμπέτικος
- -η, -οαυτός που ταιριάζει σε ρεμπέτη: Τα ρεμπέτικα τραγούδια αρχικά τα δημιούργησαν ρεμπέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεμπέτικος — η, ο, Ν [ρεμπέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεμπέτη 2. αυτός που ταιριάζει στο ρεμπέτη 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το ρεμπέτικο και τα ρεμπέτικα μουσ. ονομασία με την οποία έγινε ευρύτερα γνωστό το αστικό λαϊκό τραγούδι που… … Dictionary of Greek